Vacilação - ορισμός. Τι είναι το Vacilação
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Vacilação - ορισμός


Gênero vacilante         
Gênero vacilante refere-se a substantivos, e/ou adjetivos, que, apresentando oscilação de gênero gramatical, são usados tanto no feminino como no masculino, mas que, em alguns casos, o uso correto ou determinado pode ser apenas um ou outro, não sendo necessariamente substantivos sobrecomuns, epicenos ou comum a todos os gêneros.
Vacilação      
f.
Acto ou efeito de vacilar.
Estado daquilo que vacila.
Oscilação.
Perplexidade.
(Do lat. "vacillatio")
vacilante      
adj.2g. (-sXV cf. FichIVPM) que vacila, vacilador (adj.)
1 que não tem firmeza, titubeante
passos v.
2 que oscila; trêmulo
luz v.
3 p.ext. que não apresenta estabilidade ou segurança; instável
diretoria v.
4 fig. que se mostra ou está hesitante, incerto, inseguro
5 mudável, instável, subserviente
-etim vacilar + -nte ; ver vacil- ; f.hist. sXV uacilantes -sin/var ver sinonímia de irresoluto e trêmulo -ant decidido, duro, equilibrado, estável, firme, invacilante; ver tb. antonímia de irresoluto